- ᾔδην
- οἶδαseeplup ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤδην — ἤ̱δην , ἦδος delight neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπήδην — (Α, Μ παμπηδόν και παμπηδονίς) επίρρ. καθ ολοκληρίαν, εντελώς, ολότελα («παμπήδην λαὸς πᾱς κατέφθαρται δορί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάμπαν*, κατά τα επιρρ. σε ήδην / ηδόν (πρβλ. υποβλ ήδην). Το επίρρ. δεν συνδέεται με την οικογένεια τών πέπαμαι … Dictionary of Greek
μετρήδην — (Α) επίρρ. μετρηδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + επιρρμ. κατάλ. ήδην] … Dictionary of Greek
μητρήδην — και μητρηδόν (Α) επίρρ. μετρήδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (ΙΙ) + επιρρμ. κατάλ. ήδην] … Dictionary of Greek